Anonymous

δυσταμίευτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσταμίευτος''': -ον, [[δυσοικονόμητος]], δυσκυβέρνητος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 12.
|lstext='''δυσταμίευτος''': -ον, [[δυσοικονόμητος]], δυσκυβέρνητος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de controlar]], [[irreprimible]] τὸ γὰρ βίᾳ φερόμενον δυσταμίευτον Arist.<i>Aud</i>.802<sup>a</sup>6, τὸ πνεῦμα Arist.<i>Aud</i>.800<sup>b</sup>31.
}}
}}