Anonymous

εἰκοβολέω: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_15)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκοβολέω''': ὁμιλῶ εἰκῇ, [[ἀσκόπως]], [[τυχόντως]], ὡς ἔτυχε, [[εἰκάζω]], γλῶσσ’ εἰκοβολεῖ περὶ τῶν ἀφανῶν Εὐρ. Ἀποσπ. 905, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 549, Ἐτυμολ. Μ. 297. 32.
|lstext='''εἰκοβολέω''': ὁμιλῶ εἰκῇ, [[ἀσκόπως]], [[τυχόντως]], ὡς ἔτυχε, [[εἰκάζω]], γλῶσσ’ εἰκοβολεῖ περὶ τῶν ἀφανῶν Εὐρ. Ἀποσπ. 905, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 549, Ἐτυμολ. Μ. 297. 32.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[disparar al azar]] μήτ' σφάλλεσθαι μήτ' εἰκοβολεῖν Plb.<i>Fr</i>.35.<br /><b class="num">2</b> fig., en la esfera de la palabra [[conjeturar]], [[basarse en suposiciones o indicios]], [[suponer]] γλῶσσ' εἰκοβολεῖ περὶ τῶν ἀφανῶν E.<i>Fr</i>.913.4, εἰκοβολοῦντες καὶ πλάττοντες prob. de los atenienses, Ar.<i>Fr</i>.710, cf. <i>EM</i> 297.32G., λόγοι ... εἰ[κ] οβολοῦντες conjeturas</i> Phld.<i>Rh</i>.1.247S., τὸ δ' εἰκπβολεῖν οὐκ ὀ[ρ] θοβολεῖ πλὴν εἴ που σπανίως Phld.<i>Rh</i>.2.71, ὡς ἄν τις εἰκοβολῶν εἴποι S.E.<i>M</i>.1.5, cf. Phryn.<i>PS</i> 69.21.
}}
}}