Anonymous

εἰσφθείρομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_1)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσφθείρομαι''': [[εἰσκωμάζω]], [[εἰσβιάζομαι]], [[ῥῆμα]] δηλοῦν κατάραν, ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη, εἰσεκώμασεν, ἀλλ’ [[εἴθε]] νὰ ἐφθείρετο εἰσκωμάζων, [[Πολυδ]]. Θ΄, 158, Γρηγ. Ναζ., κλ.
|lstext='''εἰσφθείρομαι''': [[εἰσκωμάζω]], [[εἰσβιάζομαι]], [[ῥῆμα]] δηλοῦν κατάραν, ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη, εἰσεκώμασεν, ἀλλ’ [[εἴθε]] νὰ ἐφθείρετο εἰσκωμάζων, [[Πολυδ]]. Θ΄, 158, Γρηγ. Ναζ., κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> cóm. [[irse a paseo]], [[irse al cuerno]] οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον ὑμεῖς [[ἐκποδών]]; Men.<i>Pc</i>.526, θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ piérdete de una vez</i> Men.<i>Sam</i>.574.<br /><b class="num">2</b> [[entrar para ruina o destrucción]] πόθῳ χρημάτων εἰς τὴν βασιλείαν εἰσφθαρείς I.<i>BI</i> 1.513, cf. Poll.9.158, Sud.s.u. εἰσήρρησεν<br /><b class="num">•</b>[[entrar para perdición o corrupción]] εἰσεφθάρη τῇ ζωῇ τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ ἁμαρτάνειν [[ἀκολουθία]] se introdujo para la perdición de la vida humana la compañía del pecado</i> Gr.Nyss.<i>Virg</i>.299.16, ref. herejes ὁ μανιχαϊσμὸς εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ εἰσφθαρήσεται Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.504, cf. Basil.<i>Eunom</i>.500C, Thdt.M.83.433A.
}}
}}