Anonymous

ἐκλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_1)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλοχίζω''': [[ἐκλέγω]], «ξεχωρίζω», ἀδελφιδός μου λευκὸς καὶ [[πυρρός]], ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ε΄, 10).
|lstext='''ἐκλοχίζω''': [[ἐκλέγω]], «ξεχωρίζω», ἀδελφιδός μου λευκὸς καὶ [[πυρρός]], ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ε΄, 10).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> milit. [[escoger]], [[seleccionar entre las compañías]] en v. pas. ἐγλελοχισμένοι μαχαιροφό(ροι) βα(σιλικοί) ref. soldados de infantería de élite de la guardia real ptol. <i>IHerm.Magn</i>.5.239 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. ([[ἀδελφιδός]]) ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων LXX <i>Ca</i>.5.10.<br /><b class="num">II</b> [[ayudar a dar a luz]] Hsch.s.u. μαιούμενος.
}}
}}