Anonymous

ἔκμισθος: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_16)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκμισθος''': -ον, = [[ἀπόμισθος]], «ἔκμισθοι· οἱ μισθὸν μὴ λαμβάνοντες» Ἡσύχ., πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀπόμισθος]].
|lstext='''ἔκμισθος''': -ον, = [[ἀπόμισθος]], «ἔκμισθοι· οἱ μισθὸν μὴ λαμβάνοντες» Ἡσύχ., πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀπόμισθος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no recibe sueldo]] Hsch.ε 1521.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἔ. [[arrendamiento]], <i>PVindob.Tandem</i> 18.29 (IV/V d.C., cf. <i>BL</i> 9.368).
}}
}}