Anonymous

ἐμποδιζομένως: Difference between revisions

From LSJ
big3_14
(6_6)
(big3_14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποδιζομένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., [[ὥσπερ]] ἐν δεσμοῖς, τὸ [[ἰσχομένως]] τε καὶ [[ἐμποδιζομένως]] πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.
|lstext='''ἐμποδιζομένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., [[ὥσπερ]] ἐν δεσμοῖς, τὸ [[ἰσχομένως]] τε καὶ [[ἐμποδιζομένως]] πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. formado sobre el part. pres. pas. de [[ἐμποδίζω]] [[con trabas]], [[con impedimentos]] ἰσχομένως καὶ ἐ. πορεύεσθαι Pl.<i>Cra</i>.415c.
}}
}}