Anonymous

ἐκτεκμαίρομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_14b
(6_20)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτεκμαίρομαι''': παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α.
|lstext='''ἐκτεκμαίρομαι''': παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[indicar]], [[disponer]], [[asignar]] en v. pas. τὸ δ' ἐκτεκμαρθὲν lo que está fijado (por el destino)</i>, Orác. en Oenom.15.5.
}}
}}