Anonymous

ἐλαιοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ
big3_14b
(6_4)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιοκάπηλος''': ᾰ, ὁ, [[ἐλαιοπώλης]], ἐμπορευόμενος [[ἔλαιον]], λαδέμπορος, «λαδᾶς», Λιβάν. 4. 139.
|lstext='''ἐλαιοκάπηλος''': ᾰ, ὁ, [[ἐλαιοπώλης]], ἐμπορευόμενος [[ἔλαιον]], λαδέμπορος, «λαδᾶς», Λιβάν. 4. 139.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[vendedor de aceite al por menor]], [[aceitero]] οἱ ἐλαιοκάπηλοι οἱ τὴν διάθεσιν ἐξειληφότες <i>PRyl</i>.562.18, cf. <i>SB</i> 7202.18, <i>PSI</i> 372.5, <i>PLille</i> 3.55, <i>PCair.Zen</i>.526.2 (todos III a.C.), <i>PPetr</i>.3.86.4 (III a.C.), Lib.<i>Decl</i>.26.18.
}}
}}