Anonymous

ἐνοχλέω: Difference between revisions

From LSJ
big3_15
(Bailly1_2)
(big3_15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠνώχλουν]], <i>f.</i> ἐνοχλήσω, <i>ao.</i> [[ἠνώχλησα]], <i>pf.</i> ἐνώχληκα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐνοχληθήσομαι, <i>ao.</i> ἠνωχλήθην, <i>pf. inus.</i><br />causer de la gêne, gêner, troubler, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὀχλέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠνώχλουν]], <i>f.</i> ἐνοχλήσω, <i>ao.</i> [[ἠνώχλησα]], <i>pf.</i> ἐνώχληκα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐνοχληθήσομαι, <i>ao.</i> ἠνωχλήθην, <i>pf. inus.</i><br />causer de la gêne, gêner, troubler, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὀχλέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἐννόχλημι]] Theoc.29.36<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tiempos secundarios o de perf. c. alarg. o red. tb. en la prep. ἠνώχλ- Isoc.5.53, D.19.206, 21.4, Gal.10.858]<br /><b class="num">I</b> c. suj. de animados<br /><b class="num">1</b> [[molestar]], [[importunar]], [[fastidiar]] c. dat. o ac. de pers. τοῖς ἀκούουσιν Isoc.4.7, cf. Lys.24.21, D.ll.cc., ὡς πένης [[ἄνθρωπος]] ἐνοχλῶν πολλάκις τοῖς εὐποροῦσιν Amphis 15.5, οὐκέτι ὑμῖν ἐνοχλήσει ... Κνήμων Men.<i>Dysc</i>.693, ὡς δ' ἐνώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Heraclid.Lemb.<i>Pol</i>.3, [[εἶδον]] τοὺς Τοκαείτας ἐνοχλοῦντας τῷ φροντιστῇ <i>SB</i> 12579.5, cf. 17 (II d.C.), μὴ 'νοχλεῖν τὸν συμπότην Diod.Com.2.18, cf. Pl.<i>Alc</i>.1.104d, νυκτὸς ὁδοιπορέοντας ἐνοχλέειν Bio <i>Fr</i>.11.7, ὁ γεωργός σου ... ἐνόχλησέν με περὶ [[ἄρακος]] <i>PBrooklyn</i> 18.26, cf. <i>PRyl</i>.555.8 (ambos III a.C.), c. part. concert. al suj. τὸ δὲ μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων y lo que no (era digno de mención) no importunaba diciéndolo</i> X.<i>Cyr</i>.5.3.56, ᾤμην ἐνοχλήσειν καὶ ταῦτα διηγούμενος Luc.<i>Gall</i>.9, en v. pas. τοὺς μὲν θεατὰς καὶ τοὺς χορηγοὺς ... ἐνοχλεῖσθαι Aeschin.3.43, ὑ[π'] ἀντεραστῶν μειρακίων ἐνοχλήσεται Men.<i>Sam</i>.26, ὡς (τοὺς δημότας) οὐκέτι ταῖς ... δημηγορίαις ἐνοχληθησόμενους D.H.10.3, ἕξομεν [[ἀλλήλους]] μετὰ θάνατον, ὑπ' οὐδενὸς ἐνοχλούμενοι X.Eph.2.1.6<br /><b class="num">•</b>[[presionar]], [[apremiar]] o [[requerir insistentemente para obtener algo]] μαθὼν δὲ τὸν κύριον τῆς ἡμέρα<ς>, ἐκεῖνον ἐνόχλει λέγων ... <i>PMag</i>.13.120, en v. pas. ἐνοχληθέντες παρὰ τῶν ... ἐπισκόπων <i>Cod.Iust</i>.1.3.45.7<br /><b class="num">•</b>abs. [[incordiar]] ὁ πίθηκος οὗτος ὁ νῦν ἐνοχλῶν Ar.<i>Ra</i>.708<br /><b class="num">•</b>fig. de las virtudes personif. τὰς δὲ ἀρετὰς τὰς νῦν ἀκαίρως ὑπὸ τούτων ἐνοχλουμένας Diog.Oen.32.3.3.<br /><b class="num">2</b> esp. [[agobiar]], [[acosar]], [[causar molestias]] c. ac. o dat.:<br /><b class="num">a)</b> milit., en cont. bélico o de ejércitos en retirada ἡμῖν ὁ Φίλιππος D.3.5, cf. Isoc.5.53, (ἔθνη) ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ X.<i>An</i>.2.5.13, τοὺς μὲν Ἀραβίους τε καὶ Ἀρμενίους μὴ ἐνοχλεῖν τὰς κώμας Philostr.<i>VA</i> 1.38, στρατιῶται ἐνεπιδημοῦντες ταῖς τε ἐπιξενώσεσι καὶ ταῖς βαρήσεσιν ἐνοχλοῦσι τὴν κώμην <i>IGBulg</i>.4.2236.149 (III d.C.), οὐδεὶς ἡμεῖν ἐνόχλησεν οὔτε ξενίας <αἰτή>ματι οὔτε παροχῆς ἐπιτηδείων <i>IGBulg</i>.4.2236.68 (III d.C.), cf. <i>SEG</i> 37.1186.7 (Pisidia III d.C.), en v. pas. βοιηθῆσαι τοῖς κατὰ τὴν χώραν ἐνο[χ] λουμένοις <i>IEryth</i>.28.4 (III a.C.), συγκλητικὰς οἰκίας [μὴ] ξενίαις ἐνοχλεῖσθαι <i>ISmyrna</i> 604.16 (III d.C.), cf. <i>SEG</i> 48.1514.5 (Frigia II d.C.);<br /><b class="num">b)</b> econ., en cont. de impuestos y recaudaciones abusivas ἐνόχ[λο] υν τοὺς ἐνεκτημένους παρὰ τὸ δίκαιον <i>SEG</i> 48.1404.7 (Claros III a.C.), en v. pas. διασειόμενοι καὶ ἐνοχλούμενοι <i>POxy</i>.1100.13 (III d.C.), cf. <i>ISyène</i> 252.3 (III d.C.), πάνυ ἐνοχλοῦμαι ὑπὸ τῶν πεπιστευκότων <i>POxy</i>.4625.5 (III d.C.?);<br /><b class="num">c)</b> ref. autoridades militares o civiles en cont. de medidas o prestaciones impopulares γέγραφα τῷ Ἡρακλείδῃ μὴ ἐνο[χ] λεῖν ὑμᾶς <i>SIG</i> 552.14 (Fócide III a.C.), en v. pas. κῶμαι ... ἐνοχλούμεναι ὑπὸ τῶν κατ' ἔτος λειτουργιῶν <i>POxy</i>.705.71, cf. <i>PLeit</i>.7.6 (ambos III d.C.).<br /><b class="num">3</b> sent. fís. [[causar daño]], [[deterioro]] o [[perjuicio]] c. dat. de inanimados πηλῷ τετριχωμένῳ πάχος ἔχοντι, ὥστε τὸ πῦρ μὴ ἐνοχλεῖν (un tejado recubierto) con una capa de barro y paja de un grosor tal que el fuego no le afecte</i> Ath.Mech.18.13, μὴ ἐνοχλήσῃς τῷ τάφῳ <i>IUrb.Rom</i>.291.9 (imper.), ὁ ἐνοχλήσας τούτῳ τῷ βωμῷ ... καταβαλεῖ εἰς τὸν φίσκον (δηνάρια) μύρια <i>IEphesos</i> 1627b.1 (I d.C.), cf. <i>TAM</i> 3(1).700.10 (Termeso III d.C.).<br /><b class="num">II</b> c. suj. no animado<br /><b class="num">1</b> sent. fís. [[causar dolor, tormento o malestar]], [[atormentar]] la enfermedad o sus síntomas a pers. o anim. τὰ ἐκ πολλοῦ χρόνου συνήθεα ... ἧσσον ἐνοχλεῖν εἴωθεν Hp.<i>Aph</i>.2.50, ὅσοις ... [[ἀρθρῖτις]] ἐνοχλεῖ Gal.6.338, cf. 3.493, τινὲς (πυρετοί) δ' [[ἅμα]] συμπτώμασιν ἐνοχλοῦσιν Gal.11.17, οὐ χειμὼν λυπεῖ σ', οὐ καῦμα, οὐ νοῦσος ἐνοχλεῖ <i>IUrb.Rom</i>.1146.10 (III d.C.), alimentos ingeridos en exceso οὐδὲν γὰρ ἐνοχλεῖ πολὺ προσενεγκαμένων Thphr.<i>HP</i> 4.2.5<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[estar enfermo]], [[sufrir molestias]], [[estar indispuesto o afectado]] γυναικὶ ὑπὸ ὑστερικῶν ἐνοχλουμένῃ Hp.<i>Aph</i>.5.35, τοὺς δ' ἐλέφαντας ... ἐνοχλεῖσθαι δ' ὑπὸ φυσῶν que los elefantes padecen enfermedades debidas a las flatulencias</i> Arist.<i>HA</i> 604<sup>a</sup>12, ὁ πατήρ σου ἐνοχλεῖται LXX <i>Ge</i>.48.1, ἵππος ἐνοχλούμενος <i>PPetr</i>.2.25(a).12 (III a.C.), οὐ δεδύν[ημαι πα] ραγενέσθαι διὰ τὸ ἐνωχλῆσθαι no he podido acudir por encontrarme indispuesto</i>, <i>PCair.Zen</i>.816.7 (III a.C.), ἐὰν ... ὑπὸ ἱερᾶς νόσου ἐνοχληθῇ ὁ αὐτὸς [[δοῦλος]] <i>PEuphr</i>.6.24 (III d.C.), cf. Gal.10.858, ὑπὸ τῆς ἰδίας εἱμαρμένης ἐνοχλήθην en el epitafio de un gladiador <i>SEG</i> 46.901.5 (Marcianópolis II/III d.C.).<br /><b class="num">2</b> sent. aním. [[causar intranquilidad, turbación, inquietud o agobio]] [[ἐάν]] τι ἐνοχλῇ ἡμᾶς, δεόμεθα τοῦ παύσοντος X.<i>Mem</i>.3.8.2, οὐθὲν γὰρ ἡμῖν ἡ τοῦ ἡλίου περιφορὰ ... ἐνοχλήσει ἂν ... Epicur.<i>Fr</i>.[26.42] 20, λόγους ψευδεῖς ἐνοχλήσαντας ἡμῖν Plu.2.596b, ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ, προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ Epicur.<i>Ep</i>.[4] 125, en v. pas. ὑμᾶς ὁρῶντες ... ἐνοχλουμένους ὑπό τε τῆς στρατείας καὶ τῶν δαπανημάτων Welles, <i>RC</i> 1.43 (IV a.C.), ἡ οἰκία ... ἐπαύσατο ἐνοχλουμένη ὑπὸ τῶν φασμάτων Luc.<i>Philops</i>.31, ἐνωχλημέν[η ὑπὸ] Ἀρτέμιδος atormentada por Ártemis</i>, <i>IG</i> 10(2).2.233.3 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[sufrir turbación]], [[sentirse agobiado]] μένοντας οἴκοι καὶ οὐ στρατευομένους οὐδ' ἐνοχλουμένους permaneciendo en casa libres de expediciones y de agobios</i> D.19.20, συνέβη οὖν μοι ἐνοχληθῆναι ... [ὥστε ἀσχολί] αν με ἔχειν <i>PHamb</i>.17.2 (III a.C.), ἐνοχλού[μενος πρὸ] ς τῷ σπόρῳ [[εἰμί]] <i>PHamb</i>.27.18 (III a.C.), ἀποθνῄσκειν μέλλων οὐκ ἐνοχλήσεται τὸν ... βίον καταλείπων Aristipp.(?) en <i>PKöln</i> 205.31, cf. Polystr.<i>Contempt</i>.8.26, οἱ ἐνοχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐθεραπεύοντο <i>Eu.Luc</i>.6.18, ἐνοχλοῦμαι διὰ τοὺς γάμους τῆς δούλης σου <i>SB</i> 13762re.23 (VI/VII d.C.).
}}
}}