3,271,343
edits
(11) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=statikos | |Transliteration C=statikos | ||
|Beta Code=statiko/s | |Beta Code=statiko/s | ||
|Definition= | |Definition=στατική, στατικόν, ([[ἵστημι]])<br><span class="bld">A</span> [[causing to stand]], [[bringing to a stand-still]], Arist.''Pr.'' 908a24; <b class="b3">ἀρχὴ σ.</b> principle [[of rest]], opp. [[κινητική]], Id.''Metaph.''1049b8, cf. 1019a35, ''Top.''127b16; ἄρτου γένος σ. κοιλίας Str.17.2.5 (nisi <b class="b3">σταλτ-</b> legend.), cf. Philistion ap.Ath.3.115d: hence, [[astringent]], Diph.Siph. ap. Ath.3.80f (Comp.); <b class="b3">ἡ στατική</b> an [[astringent]] [[herb]], [[thrift]], [[Armeria canescens]], Dsc.''Eup.''2.87; <b class="b3">σ. πόα</b> ib.1.110.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">περὶ σ. ποιήσεως</b>, composition of [[στάσιμα]] ([[quod vide|q.v.]]), title of work by Ptolemaeus, ''An.Boiss.''4.458.<br><span class="bld">II</span> (ἵστημι A. IV) [[skilled in weighing]], Pl.''Just.'' 373c, 373e: ἡ [[στατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of weighing]], Id.''Chrm.''166b; opp. [[μετρητική]], Id.''Phlb.''55e. Adv. [[στατικῶς]] Poll.4.171. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] 1) stellend, zum Stillstehen bringend, hemmend, Medic.; ἡ στατική, ein adstringirendes Kraut, statice. – 2) wägend; ἡ στατική, die Kunst des Wägens, Plat. Phil. 55 e; ἡ στατικὴ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ ἐστι, Charm. 166 b. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный останавливать]], [[останавливающий]] (ἀρχὴ κινητικὴ ἢ [[στατική]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[умеющий взвешивать]], [[определяющий вес]] Plat. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στᾰτικός''': -ή, -όν, ([[ἵστημι]]) ὁ φέρων στάσιν, ἀναγκάζων τινὰ νὰ σταθῇ ἀκίνητο, Ἀριστ. Προβλ. 13. 5· ἄρτου γένος στ. κοιλίας Στράβ. 824· [[ὅθεν]], [[στυπτικός]], Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 80F· ἡ στατική, στυπτική τις [[βοτάνη]], statice, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 82. ΙΙ. ([[ἵστημι]] Α. IV) [[ἔμπειρος]] εἰς ζύγισιν, Πλάτ. Περὶ Δικ. 373C, E· - ἡ στατικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ζυγίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 166Β· ἀντίθετ. τῷ μετρητική, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55Ε· ἀρχὴ στ., ἀντίθετ. τῷ κινητική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 1, πρβλ. 4. 2, 5, Τοπ. 4.6, 6. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 171. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στατικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στάση]], που προκαλεί [[στάση]], που προκαλεί [[ακινησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν που αναφέρεται στην [[κίνηση]] ή στη [[μεταβολή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[στατική]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[πλουμβαγινίδες]] και περιλαμβάνει περισσότερα από 120 είδη πολυετών ποωδών [[φυτών]], που απαντούν σε παραθαλάσσιες εκτάσεις τών εύκρατων περιοχών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ακινησία]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ισορροπία]] δυνάμεων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον κινητικό<br /><b>3.</b> (κοινων.-φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κοινωνικά φαινόμενα θεωρούμενα σε [[στάση]], σε [[ακινησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δυναμικό]] («[[στατική]] [[μελέτη]] τών ηθικών αξιών»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>φυσ.</b> [[κλάδος]] της μηχανικής ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών δυνάμεων που ασκούνται σε σώματα που βρίσκονται σε [[κατάσταση]] ηρεμίας υπό συνθήκες ισορροπίας και [[είναι]] [[σημαντικός]] για τον σχεδιασμό κτηρίων, γεφυρών, φραγμάτων, γερανών και άλλων συναφών μηχανικών διατάξεων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στατικό [[φαινόμενο]]»<br /><b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] φυσικού φαινομένου το οποίο δεν παρουσιάζει χρονικά καμία [[εξέλιξη]]<br />β) «[[στατική]] [[αίσθηση]]» ή «στατικό [[αίσθημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[αίσθηση]] του χώρου<br />γ) «[[στατική]] [[γραφή]]»<br /><b>(μηχανολ.)</b> η [[γραφοστατική]]<br />δ) «[[στατική]] [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] στην οποία τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα<br />ε) «[[στατική]] οικονομική [[ανάλυση]]» — η [[ανάλυση]] βάσει της οποίας προσδιορίζονται τα διάφορα οικονομικά μεγέθη [[χωρίς]] να ληφθεί υπ' όψιν ο [[παράγοντας]] [[χρόνος]]<br />στ) «[[στατική]] τών ρευστών»<br /><b>(μηχανολ.)</b> [[κλάδος]] της μηχανικής τών ρευστών που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας τών ρευστών<br />ζ) «χημική [[στατική]]»<br /><b>χημ.</b> η [[μελέτη]] τών συνθηκών ισορροπίας τών χημικών αντιδράσεων<br />η) «[[στατικός]] [[ηλεκτρισμός]]»<br /><b>φυσ.</b> i) [[κλάδος]] που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών ιδιοτήτων τών ηλεκτρικών φορτίων, όταν αυτά βρίσκονται σε [[κατάσταση]] ηρεμίας, αλλ. [[ηλεκτροστατική]]<br />ii) όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών ακίνητων ηλεκτρικών φορτίων που αναπτύσσονται σε ένα [[σώμα]]<br />θ) «[[στατική]] ατμόσφαιρας» — η εξέταξη τών συνθηκών ισορροπίας της ατμόσφαιρας από [[άποψη]] [[μηχανική]] και [[θερμοδυναμική]]<br />ι) «εφαρμοσμένη [[στατική]]» — [[κλάδος]] της εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει την [[ισορροπία]] τών φυσικών σωμάτων<br />ια) «[[στατική]] συγκριτική» — [[μέθοδος]] οικονομικής ανάλυσης, σύμφωνα με την οποία η [[πορεία]] τών οικονομικών φαινομένων που βρίσκονται σε [[εξέλιξη]] περιγράφεται με αλληλοδιάδοχα στατικά [[πρότυπα]]<br />ιβ) «στατικό [[κόστος]]» — το [[κόστος]] που υπολογίζεται σε ορισμένη χρονική [[στιγμή]]<br />ιγ) «[[στατικός]] [[ισολογισμός]]» — ο [[ισολογισμός]] που αποτελεί το όργανο καθορισμού της περιουσιακής θέσης της επιχείρησης, παρουσιάζοντας σε [[κάθε]] [[κλείσιμο]] τη [[μεταβολή]] τών περιουσιακών στοιχείων της οικονομικής μονάδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ουσίες) [[στυπτικός]] («κακοχυλότερα δὲ [[εἶναι]] τὰ [[ὀξέα]] και στατικώτερα», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στο [[ζύγισμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[στατική]]<br />η [[τέχνη]] της ζύγισης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀρχὴ [[στατική]]» — η θεωρητική [[άποψη]], η [[βάση]] για την [[έννοια]] της στάσης<br />β) «[[στατική]] [[ποίησις]]» — [[ποίηση]] στασίμων τραγωδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στατικώς</i> / <i>στατικῶς</i> ΝΑ, και <i>στατικά</i> Ν<br />με στατικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πείρα]] ως [[προς]] τη [[ζύγιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στατός]]. Η λ. με τις νεοελλ. σημ. της [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>statique</i>)]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στατικός -ή -όν [στατός] tot stilstand brengend, alleen geneesk. constiperend. van het wegen, subst. ἡ στατική (''[[sc.]]'' τέχνη) de kunst van het wegen. ervaren in het wegen. | |||
}} | }} |