3,273,079
edits
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoichas | |Transliteration C=stoichas | ||
|Beta Code=stoixa/s | |Beta Code=stoixa/s | ||
|Definition= | |Definition=στοιχάδος, ὁ, ἡ, ([[στοῖχος]])<br><span class="bld">A</span> [[in a row one behind another]], esp. αἱ [[Στοιχάδες]] (''[[sc.]]'' [[νῆσοι]]), name of the [[island]]s which lie [[in a row]] east of [[Toulon]], now the [[îles d'Hyères]], A.R.4.554, Str.4.1.10.<br><span class="bld">2</span> ἐλᾶαι στοιχάδες [[olive]]-[[tree]]s (prob. because planted [[in rows]]) which were not [[sacred]], like the [[μορίαι]], Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62.<br><span class="bld">II</span> [[στοιχάς]], ἡ, an [[aromatic]] [[plant]], [[cassidony]], [[Lavandula stoechas]], [[Spanish lavender]], [[topped lavender]], [[French lavender]], Orph.A.918, Dsc. 3.26. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0945.png Seite 945]] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch [[στιχάς]] geschrieben. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />aligné ; <i>subst.</i> ἡ [[στοιχάς]], sorte de lavande, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στοιχάς''': -άδος, ὁ, ἡ, ([[στοῖχος]]) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα ([[ἴσως]] ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄, 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. [[στοιχάς]], ἡ, ἀρωματικόν τι [[φυτόν]], Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] σειρές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[στοιχάς]]<br />[[είδος]] του αρωματικού φυτού [[λαβαντίς]], που ονομάστηκε [[έτσι]] από τις Στοιχάδες νήσους<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Στοιχάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) [[σειρά]] νησιών στη νοτιανατολική [[ακτή]] της Γαλλίας, [[κοντά]] στη [[Μασσαλία]], που [[σήμερα]] ονομάζονται νήσοι Υέρ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῖαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν φυτευμένα [[κατά]] σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι [[μορίες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοίχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]]<br />([[πρβλ]]. [[στιβάς]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στοιχάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[στοῖχος]]), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· <i>αἱ Στοιχάδες</i> (ενν. <i>νῆσοι</i>), [[συστάδα]] νησιών κοντά στη [[Μασσαλία]], που [[τώρα]] ονομάζονται les Îles d'Hyères, σε Στράβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στοιχάς]], άδος, [[στοῖχος]]<br />in rows:— αἱ Στοιχάδες (''[[sc.]]'' νῆσοἰ a [[row]] of [[island]]s off [[Marseilles]], now les Îles d'Hyères, Strab. | |||
}} | }} |