Anonymous

σωματίζω: Difference between revisions

From LSJ
eksahir
(6_1)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωματίζω''': ([[σῶμα]]) [[περιβάλλω]] με [[σῶμα]], ὡς τὸ [[ἐνσωματόω]], ἵνα κόλασιν... ἐν τῷ σεσωματίσθαι ὑπομένωσιν (αἱ ψυχαὶ) Στοβ. Ἐκλογ. 1. 984.
|lstext='''σωματίζω''': ([[σῶμα]]) [[περιβάλλω]] με [[σῶμα]], ὡς τὸ [[ἐνσωματόω]], ἵνα κόλασιν... ἐν τῷ σεσωματίσθαι ὑπομένωσιν (αἱ ψυχαὶ) Στοβ. Ἐκλογ. 1. 984.
}}
{{eles
|esgtx=[[materializarse]], [[tomar cuerpo]]
}}
}}