Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάσχα: Difference between revisions

From LSJ
strοng
(6_21)
(strοng)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάσχα''': τό, ἄκλ., τὸ Ἑβραϊκὸν Φάσκα (ἐκ τοῦ pâsach [[παρέρχομαι]]) ἢ τοῦ [[πάσχα]] [[ἑορτή]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 48, κ. ἀλλαχοῦ), Καιν. Διαθ.· - τὸ [[δεῖπνον]] τοῦ [[πάσχα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϚ΄, 17, 19, κ. ἀλλ.· - ὁ πασχάλιος [[ἀμνός]], θύειν τὸ π. Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 21, κ. ἀλλ.)· - πασχάζω, [[ἑορτάζω]] τὸ [[πάσχα]], Ἐκκλ.· - πασχάλιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[πάσχα]], ἑορτὴ [[αὐτόθι]]: πασχαλικοί, οἱ, οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν τήρησιν τοῦ [[πάσχα]], [[αὐτόθι]]: ὅρα Suicer.
|lstext='''πάσχα''': τό, ἄκλ., τὸ Ἑβραϊκὸν Φάσκα (ἐκ τοῦ pâsach [[παρέρχομαι]]) ἢ τοῦ [[πάσχα]] [[ἑορτή]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 48, κ. ἀλλαχοῦ), Καιν. Διαθ.· - τὸ [[δεῖπνον]] τοῦ [[πάσχα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϚ΄, 17, 19, κ. ἀλλ.· - ὁ πασχάλιος [[ἀμνός]], θύειν τὸ π. Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 21, κ. ἀλλ.)· - πασχάζω, [[ἑορτάζω]] τὸ [[πάσχα]], Ἐκκλ.· - πασχάλιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[πάσχα]], ἑορτὴ [[αὐτόθι]]: πασχαλικοί, οἱ, οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν τήρησιν τοῦ [[πάσχα]], [[αὐτόθι]]: ὅρα Suicer.
}}
{{StrongGR
|strgr=of Chaldee [[origin]] ([[compare]] פָּ֫סַח); the Passover (the [[meal]], the [[day]], the [[festival]] or the [[special]] sacrifices [[connected]] [[with]] it): Easter, Passover.
}}
}}