3,274,216
edits
(strοng) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(49 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=seira | |Transliteration C=seira | ||
|Beta Code=seira/ | |Beta Code=seira/ | ||
|Definition=Ion. σειρή, Dor. σηρά Choerob. in | |Definition=Ion. [[σειρή]], Dor. [[σηρά]] Choerob. in An.Ox.2.260, ''Et.Gud.'' 497.47: ἡ:—<br><span class="bld">A</span> [[cord]], [[rope]], σειράς τ' [[εὔπλεκτος|εὐπλέκτους]] ''Il.23.115''; σειρὴν δὲ πλεκτήν ''Od.22.175''; [[σειρὰ χρυσείη]] = [[cord]] of [[gold]], ''Il.8.19'', cf. ''Pl.Tht.'' 153c: metaph., σειραῖς . . ἁμαρτιῶν σφίγγεται ''[[LXX]] Pr.''5.22; [[σειραὶ ζόφου]] [[varia lectio|v.l.]] in ''2 Ep.Pet.''2.4: v. also [[σαύρα]] IV.<br><span class="bld">2</span> [[trace]] (cf. [[σειραφόρος]]), ''Poll.1.141''.<br><span class="bld">3</span> [[cord with a noose]] or [[line with a noose]], [[lasso]], used by the [[Sagartian]]s and [[Sarmatian]]s, ''[[Herodotus|Hdt.]]7.85'', ''Paus.1.21.5'': hence the [[Parthian]]s are called [[σειραφόρος|σειραφόροι]], Suid.<br><span class="bld">4</span> a [[bandage]], Gal.18(1).777; σειρὰ [[μονομερής]], σειρὰ [[διμερής]], κτλ. ''Sor.Fasc.''23,''24'', al.<br><span class="bld">5</span> [[ἡ σειρὰ τοῦ βίρρου]] = [[cimussatio]] (prob. [[edge]], [[border]]), Dosith.''p.435K.''<br><span class="bld">II</span> metaph. of an animal's [[tail]], ''Nic.Th.''119,''385''.<br><span class="bld">III</span> [[σειραὶ τῆς κεφαλῆς]] = [[lock]]s of [[hair]], ''[[LXX]] Jd.''16.13; σειρὰ τριχῶν ''Poll.2.30''.<br><span class="bld">IV</span> metaph., [[line]], [[lineage]], Tz.ad Lyc.481, Sch.''Il.1.176''.<br><span class="bld">V</span> [[series]], ''Dam.Pr.''45,''95''.<br><span class="bld">VI</span> pl., a [[disease of horses]], ''Hippiatr.52''.<br><span class="bld">VII</span> the [[front part of the perineum]], ''Aët.6.34''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ἡ, ion. σειρή, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ἡ, ion. σειρή, [[Seil]], Strick, Schnur, Band; σ. [[εὔπλεκτος]] und [[πλεκτή]], Il. 23, 115 Od. 22, 175. 192; auch eine Kette, σ. χρυσείη, Il. 8, 19. 25, vgl. Plat. Theaet. 153 c; Luc. D. D. 21, 1 Hermot. 3 u. oft. – Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen, Her. 7, 85; Paus. 1, 21, 8. – Auch = [[σειρίασις]], Hippiatr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[corde]];<br /><b>2</b> [[chaîne]];<br /><b>3</b> [[lasso que les Scythes et les Parthes lançaient au cou de leurs ennemis]].<br />'''Étymologie:''' R. Σερ, lier ; v. [[εἴρω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σειρά -ᾶς, ἡ Ion. σειρή touw; lasso. Hdt. 7.85.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σειρά:''' эп.-ион. [[σειρή]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[веревка]] ([[εὔπλεκτος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[цепь]] (χρυσείη Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[аркан]] Her.;<br /><b class="num">4</b> [[путы]], [[узы]] Arst., NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σειρά''': Ἰων. σειρή, Δωρ. σηρὰ Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 260, Ε. Gud., ἡ· ([[εἴρω]], [[ἀείρω]])· - [[σχοινίον]], [[δεσμός]], σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· σειρὴν δὲ πλεκτὴν Ὀδ. Χ. 175, 192· σ. χρυσείη, [[σχοινίον]] ἢ [[ἅλυσις]] ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 19, 25, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[σαύρα]] IV. 2) [[λωρίον]] ἢ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] ἕλκει τὴ ἅμαξαν (πρβλ. [[σειραφόρος]]). | |lstext='''σειρά''': Ἰων. σειρή, Δωρ. σηρὰ Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 260, Ε. Gud., ἡ· ([[εἴρω]], [[ἀείρω]])· - [[σχοινίον]], [[δεσμός]], σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· σειρὴν δὲ πλεκτὴν Ὀδ. Χ. 175, 192· σ. χρυσείη, [[σχοινίον]] ἢ [[ἅλυσις]] ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 19, 25, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[σαύρα]] IV. 2) [[λωρίον]] ἢ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] ἕλκει τὴ ἅμαξαν (πρβλ. [[σειραφόρος]]). Πολυδ. Α΄, 141. 3) [[σχοινίον]] ἀπολῆγον εἰς βρόχον ὡς τὸ lasso τῶν Gauchos ἐν τῇ Νοτίῳ Ἀμερικῇ, [[ᾧπερ]] ἐχρῶντο οἱ ἀρχαῖοι Σαγάρτιοι καὶ Σαρμάται [[ὅπως]] ἐμπλέξωσι καὶ ἀπαγάγωσι τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν, Ἡρόδ. 7. 85, Παυσ. 1. 21, 5· [[ἐντεῦθεν]] καὶ οἱ Πάρθιοι καλοῦνται σεριραφόροι, Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ζῴου, Νικ. Θηρ. 119, 385. ΙΙΙ. σ. τῆς κεφαλῆς, βόστρυχος τριχῶν, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ΄, 13)· σ. τριχῶν Πολυδ. Β΄, 30. IV. κομβοσχοίνιον, κομβολόγιον, Βυζ. V. μεταφορ. [[ὡσαύτως]], [[γραμμή]], [[καταγωγή]], [[γενεαλογία]], Βυζ. VI. [[νόσος]] τῶν ἵππων, κτλ., Ἱππιατρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραί· πλέγματα. ἡνίαι, ἢ πλεκτοὶ ἱμάντες». | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[probably]] from [[σύρω]] [[through]] its congener eiro (to [[fasten]]; [[akin]] to [[αἱρέομαι]]); a [[chain]] (as [[binding]] or [[drawing]]): [[chain]]. | |strgr=[[probably]] from [[σύρω]] [[through]] its congener eiro (to [[fasten]]; [[akin]] to [[αἱρέομαι]]); a [[chain]] (as [[binding]] or [[drawing]]): [[chain]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[σειρός]]) ([[σιρός]]) σιρου, ὁ, equivalent to [[σειρός]], [[which]] [[see]]: L T. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. [[σηρά]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αλληλουχία]] πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων [[κατά]] ορισμένη [[τάξη]] (α. «[[σειρά]] αριθμών» β. «[[σειρά]] κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική [[σειρά]]»)<br /><b>2.</b> [[συνεχής]] [[παράταξη]] ομοειδών πραγμάτων, [[στοίχος]], [[γραμμή]] (α. «[[σειρά]] καθισμάτων» β. «καθίσαμε μια ώρα στη [[σειρά]] [[μπροστά]] στο [[ταμείο]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) [[αράδα]], [[στίχος]] («έγραψε όλο κι όλο [[δέκα]] σειρές»)<br /><b>4.</b> [[σύνολο]] ομοειδών πραγμάτων («[[σειρά]] γραμματοσήμων»)<br /><b>5.</b> η [[θέση]] την οποία κατέχει [[κανείς]] ή [[κάτι]] σε μια [[τάξη]] ή [[ακολουθία]] (α. «ήλθε [[πρώτος]] στις εξετάσεις» β. «[[είναι]] [[δεύτερος]] στο [[άλμα]] εις [[μήκος]]»)<br /><b>6.</b> κοινωνική [[τάξη]] («δεν ήθελε να τον παντρευτεί [[γιατί]] δεν ήταν της [[σειράς]] της»)<br /><b>7.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]], [[ειρμός]], [[συνοχή]] («οι σκέψεις του δεν έχουν [[καμιά]] [[σειρά]]»)<br /><b>8.</b> χρονική [[στιγμή]] κατάλληλη για μια [[ενέργεια]] (α. «[[είναι]] η [[σειρά]] σου να παίξεις» β. «ήλθε η [[σειρά]] του να μιλήσει»)<br /><b>9.</b> <b>γλωσσ.</b> [[ομάδα]] φθόγγων ή φωνημάτων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό<br /><b>10.</b> <b>μουσ.</b> [[διαδοχή]] τών [[δώδεκα]] φθόγγων της χρωματικής κλίμακας σε [[διάταξη]] που έχει καθοριστεί εκ τών προτέρων από τον συνθέτη<br /><b>11.</b> <b>βιολ.</b> α) [[ακολουθία]] τών βιοκοινωνιών, οι οποίες αντικαθιστούν η μια την [[άλλη]] σε ένα [[οικοσύστημα]] [[μέχρι]] την τελική [[κορύφωση]] της σταθερότητας, αλλ. [[σειρά]] διαδοχής<br />β) [[ομάδα]] εγγενώς αναπαραγόμενων ατόμων με ομοιόμορφη [[εμφάνιση]], που πολλαπλασιάζονται με σπέρματα ή [[σπόρια]] και τών οποίων η [[σταθερότητα]] διατηρείται με [[επιλογή]] σύμφωνα με έναν σταθερό τύπο<br />γ) καθαρή [[καλλιέργεια]] μικροοργανισμών που προήλθε με απομόνωσή τους από [[φρέσκο]] υλικό, [[καθώς]] και [[κάθε]] [[καλλιέργεια]] η οποία προήλθε από αυτήν<br />δ) [[υποδιαίρεση]] φυσιολογικής φυλής<br />ε) καθαρό ομοζυγωτικό [[στέλεχος]]<br /><b>12.</b> <b>χημ.</b> α) [[σύνολο]] ανόργανων χημικών στοιχείων που έχουν παραπλήσιες φυσικές και χημικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται, [[κατά]] κύριο λόγο, στις αναλογίες της ηλεκτρονικής δομής τους (α. «[[σειρά]] λανθανιδών» β. «[[σειρά]] ακτινιδών»)<br />β) [[ομάδα]] ανόργανων ή οργανικών ενώσεων διατεταγμένων [[κατά]] τρόπο συστηματικό, σύμφωνα με ορισμένο κανόνα<br /><b>13.</b> <b>γεωλ.</b> α) [[σύνολο]] πετρωμάτων, ορυκτών ή απολιθωμάτων που αποτελούν μια [[φυσική]] [[ακολουθία]] με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αναφέρονται στην [[ιεραρχία]], στη [[σύσταση]] ή στην εμφάνισή τους<br />β) χρονοστρωματική [[μονάδα]] που αντιπροσωπεύει μια [[αλληλουχία]] στρωμάτων τα οποία αποτέθηκαν σε συγκεκριμένο [[διάστημα]] του γεωλογικού χρόνου, αντίστοιχη της εποχής που αποτελεί γεωχρονολογική [[ενότητα]] («δεβόνια [[σειρά]]»)<br /><b>14.</b> <b>μαθ.</b> [[ακολουθία]] άπειρων όρων οι οποίοι νοούνται ως προσθετέοι αθροίσματος<br /><b>15.</b> (κινημ.-τηλ.) κινηματογραφικό-τηλεοπτικό [[έργο]] που προβάλλεται ή μεταδίδεται αλληλοδιαδόχως [[κατά]] [[χωριστά]] επεισόδια, αυτοτελή ή συνεχόμενα, κν. [[σήριαλ]]<br /><b>16.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σειρές</i><br />α) <b>ναυτ.</b> [[σύστημα]] σχοινιών με το οποίο διπλώνεται [[τμήμα]] της επιφάνειας του ιστίου σε [[περίπτωση]] κακοκαιρίας, κν. [[μούδα]]<br />β) απανθίσματα, συλλογές από συγγράμματα παλαιότερων εκκλησιαστικών συγγραφέων που αναφέρονται σε δογματικά, ερμηνευτικά ή ασκητικά ζητήματα<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βγαίνω]] από τη [[σειρά]] μου» — [[χάνω]] τον ρυθμό της ζωής μου, αναστατώνομαι<br />β) «[[βάζω]] στη [[σειρά]]» — [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]]<br />γ) «[[μπαίνω]] στη [[σειρά]]» i) τακτοποιούμαι, [[στρώνω]]<br />ii) στοιχίζομαι, παρατάσσομαι [[κατά]] στοίχους, σε ζυγούς<br />δ) «[[σειρά]] σου και [[σειρά]] μου» — λέγεται σε [[περίπτωση]] αντεκδίκησης, ανταπόδοσης<br />ε) «έχει τη [[σειρά]] του» — έχει τακτοποιηθεί οικονομικά<br />στ) «της [[σειράς]]»<br />i) κοινότοπος<br />ii) [[ευτελής]], της αράδας<br />ζ) «[[κάθε]] [[πράγμα]] στη [[σειρά]] του» — [[κάθε]] [[πράγμα]] στον καιρό του, στην κατάλληλη [[στιγμή]]<br />η) «[[κατασκευή]] [ή [[παραγωγή]]] [[κατά]] σειρές»<br />(για βιομ. προϊόντα) [[παραγωγή]] [[κατά]] μεγάλες ποσότητες και απαράλλαχτα [[κατά]] τον ίδιο τύπο<br />θ) «καθαρή [[σειρά]]»<br /><b>βιολ.</b> [[διαδοχή]] γενεών που αναγνωρίζονται από την ιδιότητά τους να παράγουν γενοτυπικά ταυτόσημους απογόνους, όταν αυτογονιμοποιηθούν ή διασταυρωθούν [[μεταξύ]] τους<br />ι) «πολλαπλή [[σειρά]]»<br /><b>βιολ.</b> [[μίγμα]] παρόμοιων σειρών οι οποίες αυξάνονται σε καθορισμένες αναλογίες με σκοπό την [[αντικατάσταση]] τών λιγότερο αποτελεσματικών σειρών από άλλες, πιο βελτιωμένες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταγωγή]], [[γενεαλογία]], [[γενιά]] («κρατάει από [[μεγάλη]] [[σειρά]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) [[κομποσκοίνι]], [[κομπολόι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]], [[ταινία]] («σειραί<br />πλέγματα, [[ἡνίον]], ἢ πλεκτοὶ ἱμάντες», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το <i>χρυσείη</i>) [[αλυσίδα]] («σειρὴν χρυσείην ἐξ [[οὐρανόθεν]] κρεμάσαντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ιμάντας]], [[σχοινί]] με το οποίο το [[άλογο]] σέρνει την [[άμαξα]]<br /><b>4.</b> [[σχοινί]] που απολήγει σε βρόχο και το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη [[σύλληψη]] καταδιωκόμενων ανθρώπων ή ζώων, κν. [[σήμερα]] [[λάσο]]<br /><b>5.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>6.</b> όχθη<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ζώο) [[ουρά]]<br /><b>8.</b> [[βόστρυχος]], [[πλεξούδα]] («σειρὰ τῆς κεφαλῆς», ΠΔ)<br /><b>9.</b> το πρόσθιο [[μέρος]] του περινέου<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σειραί</i><br />[[νόσος]] τών ιπποειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. με το λιθουαν. <i>tveriu</i>, <i>tverti</i> «[[σφίγγω]], [[περικυκλώνω]], [[περιβάλλω]]», [[οπότε]] ο τ. θα μπορούσε να αναχθεί σε αμάρτυρο αρχικό τ. <i>tweri</i><i>ā</i> ή <i>twers</i><i>ā</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με την [[οικογένεια]] του [[εἴρω]] (Ι) «[[συναρμόζω]], [[συνδέω]]» και το λατ. <i>sero</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>- «[[βάζω]] στη [[σειρά]]»), ενώ ικανοποιεί από σημασιολογική [[άποψη]], προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες όσον αφορά στην [[παρουσία]] αρκτικού <i>σ</i>- στη λ. [[σειρά]] (<b>βλ.</b> και λ. [[είρω]] [Ι]). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το χεττιτ. <i>turiya</i>- «[[ζεύω]]» δεν φαίνεται πιθανή]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σειρά:''' Ιων. [[σειρή]], <i>ἡ</i> ([[εἴρω]], [[ἀείρω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κλωστή]], [[κορδόνι]], [[σχοινί]], [[σπάγγος]], [[δεσμός]], [[ταινία]], σε Όμηρ.· <i>σ. χρυσείη</i>, [[κλωστή]] ή [[αλυσίδα]] από χρυσό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχοινί]] με [[θηλειά]], όπως το [[λάσο]], που χρησιμοποιούσαν οι [[Σαγάρτιοι]] και οι Σαρμάτες (σκυθικά φύλα) για να παγιδεύσουν και να απαγάγουν τους εχθρούς τους, σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[cord]], [[rope]], [[snare]], [[lasso]] (Il.).<br />Other forms: Ion. <b class="b3">-ρή</b> (Dor. [[σηρά]] gramm.).<br />Compounds: Some compp.: <b class="b3">σειρα-φόρος</b>, Ion. <b class="b3">-ρη-</b> ([[ἵππος]]) m. [[rope-horse]], [[trace-horse]] (Hdt., A., Ar.), <b class="b3">παρά-σειρος</b> prop. "having a rope aside", [[walking by the siderope]], [[situated on the side]], [[sidehorse]], metaph. [[companion]] (E. in lyr., X., Poll. a. o.).<br />Derivatives: [[σειραῖος]] [[equipped with a rope]], [[walking by the rope]] (= [[σειραφόρος]]; S., E., D.H. a.o.); [[σειράω]] [[to tie or to pull with a rope]] (Phot.); <b class="b3">ἀνα-σειράζω</b> <b class="b2">to pull backwards (with a rope)</b> (E., A. R. a.o.); also <b class="b3">σειρ-ωτός</b> [[girded with a cord]] (Sm., Thd.), <b class="b3">-όω</b> [[to gird]], [[to hem]] (Dosith.), <b class="b3">-ωσις</b> (Phot.). Dimin. [[σειρίς]] f. (X.); [[σερίδες]] (for <b class="b3">-ει-</b>?) [[σειραί]], [[σερί]]<[[ς]]> [[ζωστήρ]] H.; [[σειράδιον]] n. (Eust.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1101] <b class="b2">*tu̯er-</b> [[grasp]], [[seize]], [[fence in]]<br />Etymology: Since Bezzenberger BB 12, 240 usually connected with Lith. [[tveriù]], [[tvérti]] [[grasp]], [[fence in]] (s. [[σορός]]) and as "the seizing" explained (Solmsen Wortforsch. 127); basis <b class="b2">*tu̯er-i̯ā</b> (Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] [asking] <b class="b2">*tu̯ersā</b> ?); on the phonetics Forbes Glotta 36, 246. Semant. without doubt better with Fick, Curtius a. o., also Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 26 to [[εἴρω]] [[order]], [[connect]], Lat. [[serō]] etc., in which case however (in spite of Pisani) <b class="b3">σ-</b> remains unexplained. Hitt. <b class="b2">turii̯a-</b> [[harness]], [[hitch to]], by Duchesne-Guillemin Trans. Phil. Soc. 1946, 50, Risch by Mayrhofer Sprache 10, 197 and IF 70, 253 a.o. adduced, belongs acc. to Sommer Sprache 1,162 rather to Skt. [[dhur-]] [[hitching]] (reserved Kronasser Etymologie 1, 499). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σειρά]], ''Ionic'' [[σειρή]], ἡ, [[εἴρω]], [[ἀείρω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[cord]], [[rope]], [[string]], [[band]], Hom.; ς. χρυσείη a [[cord]] or [[chain]] of [[gold]], Il.<br /><b class="num">2.</b> a [[cord]] with a [[noose]], like the [[lasso]], used by the Sagartians and [[Sarmatians]] to [[entangle]] and [[drag]] [[away]] [[their]] enemies, Hdt. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σειρά''': {seirá}<br />'''Forms''': ion. -ρή (dor. [[σηρά]] Gramm.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Seil]], [[Strick]], [[Schlinge]], [[Lasso]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Einige Kompp.: [[σειραφόρος]], ion. -ρη- ([[ἵππος]]) m. [[Seilroß]], [[Handpferd]] (Hdt., A., Ar.), [[παράσειρος]] eig. "ein Seil daneben habend", [[am Nebenseil laufend]], [[an der Seite befindlich]], [[Beipferd]], übertr. [[Genosse]] (E. in lyr., X., Poll. u. a.).<br />'''Derivative''': Davon [[σειραῖος]] [[mit Seil versehen]], [[am Seil laufend]] (= [[σειραφόρος]]; S., E., D.H. u.a.); [[σειράω]] ‘mit einem Seil binden od. ziehen’ (Phot.); [[ἀνασειράζω]] ‘(mit einem Seil) rückwärts ziehen’ (E., A. R. u. a.); auch [[σειρωτός]] [[mit einem Strick umgürtet]] (Sm., Thd.), -όω [[umgürten]], [[einfassen]] (Dosith.), -ωσις (Phot.). Demin. [[σειρίς]] f. (X.); σερίδες (für -ει-?)· σειραί, σερί<ς>· [[ζωστήρ]] H.; [[σειράδιον]] n. (Eust.).<br />'''Etymology''': Seit Bezzenberger BB 12, 240 gewöhnlich mit lit. ''tveriù'', ''tvérti'' [[fassen]], [[umzäunen]] (s. [[σορός]]) verbunden und als "die Fassende" erklärt (Solmsen Wortforsch. 127); Grundform *''tu̯er''-''i̯ā'' (Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] [fragend] *''tu̯ersā''?); zum Lautlichen Forbes Glotta 36, 246. Semantisch unzweifelhaft besser mit Fick, Curtius u. a., auch Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 26 zu [[εἴρω]] [[reihen]], [[anknüpfen]], lat. ''serō'' usw., wobei indessen (trotz Pisani) σ- unerklärt bleibt. Heth. ''turii̯a''- [[anschirren]], [[anspannen]], von Duchesne-Guillemin Trans. Phil. Soc. 1946, 50, Risch bei Mayrhofer Sprache 10, 197 und IF 70, 253 u.a. herangezogen, gehört nach Sommer Sprache 1,162 vielmehr zu aind. ''dhur''- [[Anspannwerk]] (zurückhaltend Kronasser Etymologie 1, 499). Pelasgische Etymologie, ebenfalls zu [[εἴρω]], bei v. Windekens Le Pélasgique 134 f. (mit Georgiev).<br />'''Page''' 2,687 | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':seir£ 些拉<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':地穴<br />'''字義溯源''':鏈子^,繩索,粗繩,坑,地穴;或出自([[σύρω]])=拖拉*)。同源字: ([[βρέφος]])4,腳鐐 2) ([[σειρά]] / [[σιρός]] / [[σειρός]])鏈子<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 坑中(1) 彼後2:4 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[σχοινί]], [[ἁλυσίδα]], [[λουρί]]). Ἀπό τό [[εἴρω]] (=[[ἑνώνω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[cordón]] ἔχων φυλακτήριον τῶν αὐτῶν ζῴων τρίχας, πλοκίζας σειράν, ἥνπερ ὡς διάδημα φόρει περὶ τὴν κεφαλήν <b class="b3">teniendo como amuleto los pelos de los mismos animales, trenzando un cordón que has de llevar en la cabeza como una diadema</b> P IV 1337 ἔνδησον ἀνὰ μέσον τὸν χάρτην τῆς σειρᾶς τῶν γραμμάτων ἔξω βλεπόντων <b class="b3">ata el rollo de papiro con un cordón por el centro, mirando las letras hacia fuera</b> P IV 1383 | |||
}} | }} |