3,273,006
edits
(big3_12) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fil. y cien. [[afirmar]], [[mantener]], [[profesar como principio]] κενὴν τὴν λύπην καὶ τὴν χαράν Phld.<i>Elect</i>.3.18, τὴν μονάδα ... Πυθαγόρας ἐδογμάτισεν Io.D.<i>Haer</i>.5, Thphl.Ant.<i>Autol</i>.2.4, τὰ αἰσχρά, ποιῶν τὰ καλά Arr.<i>Epict</i>.3.7.18, c. ac. int. τοιάδε τινὰ καὶ περὶ φαντασίας καὶ αἰσθήσεως de los estoicos, D.L.7.53, [[ἐκεῖνος]] ... περὶ δικαιοσύνης ... δογματίζει μὲν οὐδέν Aristid.<i>Pro</i>.140.9, οὐδὲν ὁρικῶς δογματίζει περὶ τὴν ἀπόφασιν D.L.9.71, c. or. complet. Στωϊκοὶ ... τὸν θεὸν εἰς πῦρ ἀναλύεσθαι δογματίζουσι Iust.Phil.1<i>Apol</i>.20.2, δογματίζει ὡς [[δεῖ]] ... Sch.A.<i>Th</i>.188a, en v. pas. τὰ δογματιζόμενα ideas o teorías basadas en principios generales</i> S.E.<i>P</i>.1.18.<br /><b class="num">2</b> intr. [[atenerse a principios doctrinales fijos]] τὸ μὴ δογματίζειν propio de los escépticos, S.E.<i>P</i>.1.12, cf. 13, οἱ δογματικοί φασιν αὐτοὺς ... δογματίζειν D.L.9.102, οἱ δογματίζοντες los dogmáticos</i> ref. la escuela médica, Gal.18(1).270, c. part. τὰ Σωκράτους ... λέγων Πλάτων δογματίζει Platón formula sus propias ideas por boca de Sócrates</i> D.L.3.52.<br /><b class="num">II</b> en la esfera polít. [[decretar]] c. inf. u otra complet. ἐγὼ βασιλεὺς [[Δαρεῖος]] δεδογμάτικα ... κατὰ ταῦτα γίγνεσθαι LXX 1<i>Es</i>.6.33, cf. <i>Es</i>.3.9, ἐδογμάτισαν πάντες μετὰ κοινοῦ ψηφίσματος μηδαμῶς ἐᾶσαι LXX 2<i>Ma</i>.15.36, cf. 10.8, τῆς συγκλήτου δεδογματικείας καὶ τὸν ἀδικοῦντα καὶ τὸν ἐνκαλοῦντα ... κρίνεσθαι <i>IClaros</i> 1.M.1.42 (II a.C.), ὁ σύγκλητος τῶν Ῥωμαίων ... χρυσοφορεῖν ἐδογμάτισε τῇ Ἀφροδίτῃ D.S.4.83, ἐδογμάτισεν ὁ σύγκλητος ... ὅπως ... I.<i>AI</i> 14.249, en v. pas. ἐδογματίσθη πάντας ἀποκτεῖναι LXX <i>Da</i>.2.13, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.20.4, τὰ περὶ συμμαχίας δογματισθέντα <i>IG</i> 12(3).173.53 (Astipalea II a.C.), cf. <i>INap</i>.43.13 (I a./d.C.), c. ac. ὅσα τε ὑπὲρ τούτου τοῦ πράγματος ἡ σύγκλητος δογματίσῃ <i>FD</i> 4.37B.16 (II/I a.C.), en v. pas. ἀπὸ πόρων τῶν δογματισθέντων ὑπὸ τῶν ἀρχόντων <i>SEG</i> 6.810.9 (Pafos III d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. dos ac. Πάρις ... οὐ σὲ καλήν, ἀλλ' ἔμ' ἐδογμάτισεν Paris decretó que tú no eres la bella, sino yo (habla Afrodita)</i> <i>AP</i> 9.576 (Nicarch.).<br /><b class="num">III</b> en lit. crist. [[afirmar, manifestar doctrinalmente]] según la Escritura κόκκῳ ... σινάπεως ἐοικέναι τὸν λόγον ὁ Κύριος ἐδογμάτισεν el Señor dijo que la palabra se parecía a un grano de mostaza</i>, <i>Const.App</i>.3.5.5, cf. Gr.Naz.M.36.444A, Aug.<i>C.Faust</i>.11.1<br /><b class="num">•</b>según concilios o sínodos [[afirmar como dogma]] ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δογματίζομεν ref. Cristo, Gr.Naz.<i>Ep</i>.101.13, cf. <i>CCarth</i>.(256) <i>Act</i>.1.161A, Marcian.Imp.<i>Ep.Nic</i>.2 (p.30), Chrys.M.61.163, ἀσώματον αὐτὸν δογματίσαι τὸν θεόν Socr.<i>HE</i> 6.7.4, en v. pas. τοῖς ἐν συνοδικῷ γράμματι κανονικῶς δεδογματισμένοις en concilios eclesiásticos, Basil.<i>Ep</i>.92.3, cf. <i>CEph</i>.(449) <i>Act</i>.864<br /><b class="num">•</b>peyor. [[dogmatizar]] dicho de antagonistas doctrinales, herejes αὐτοὺς δὲ μὴ διὰ πράξεως ... σωθήσεσθαι δογματίζουσιν Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.6.2, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.15.89, <i>Hom.Clem</i>.3.3, Eus.<i>E.Th</i>.1.7, δύο δὲ φύσεις ... δογματίζουσι τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ Paul.Sam.<i>Fr</i>. en Pamph.Mon.<i>Solut</i>.12.195, cf. Eust.Mon.<i>Ep</i>.6, en v. pas. τί ὡς ζῶντες ἐν κόσμῳ δογματίζεσθε; ¿por qué dejáis que os dogmaticen como si estuviérais vivos?</i>, <i>Ep.Col</i>.2.21. | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fil. y cien. [[afirmar]], [[mantener]], [[profesar como principio]] κενὴν τὴν λύπην καὶ τὴν χαράν Phld.<i>Elect</i>.3.18, τὴν μονάδα ... Πυθαγόρας ἐδογμάτισεν Io.D.<i>Haer</i>.5, Thphl.Ant.<i>Autol</i>.2.4, τὰ αἰσχρά, ποιῶν τὰ καλά Arr.<i>Epict</i>.3.7.18, c. ac. int. τοιάδε τινὰ καὶ περὶ φαντασίας καὶ αἰσθήσεως de los estoicos, D.L.7.53, [[ἐκεῖνος]] ... περὶ δικαιοσύνης ... δογματίζει μὲν οὐδέν Aristid.<i>Pro</i>.140.9, οὐδὲν ὁρικῶς δογματίζει περὶ τὴν ἀπόφασιν D.L.9.71, c. or. complet. Στωϊκοὶ ... τὸν θεὸν εἰς πῦρ ἀναλύεσθαι δογματίζουσι Iust.Phil.1<i>Apol</i>.20.2, δογματίζει ὡς [[δεῖ]] ... Sch.A.<i>Th</i>.188a, en v. pas. τὰ δογματιζόμενα ideas o teorías basadas en principios generales</i> S.E.<i>P</i>.1.18.<br /><b class="num">2</b> intr. [[atenerse a principios doctrinales fijos]] τὸ μὴ δογματίζειν propio de los escépticos, S.E.<i>P</i>.1.12, cf. 13, οἱ δογματικοί φασιν αὐτοὺς ... δογματίζειν D.L.9.102, οἱ δογματίζοντες los dogmáticos</i> ref. la escuela médica, Gal.18(1).270, c. part. τὰ Σωκράτους ... λέγων Πλάτων δογματίζει Platón formula sus propias ideas por boca de Sócrates</i> D.L.3.52.<br /><b class="num">II</b> en la esfera polít. [[decretar]] c. inf. u otra complet. ἐγὼ βασιλεὺς [[Δαρεῖος]] δεδογμάτικα ... κατὰ ταῦτα γίγνεσθαι LXX 1<i>Es</i>.6.33, cf. <i>Es</i>.3.9, ἐδογμάτισαν πάντες μετὰ κοινοῦ ψηφίσματος μηδαμῶς ἐᾶσαι LXX 2<i>Ma</i>.15.36, cf. 10.8, τῆς συγκλήτου δεδογματικείας καὶ τὸν ἀδικοῦντα καὶ τὸν ἐνκαλοῦντα ... κρίνεσθαι <i>IClaros</i> 1.M.1.42 (II a.C.), ὁ σύγκλητος τῶν Ῥωμαίων ... χρυσοφορεῖν ἐδογμάτισε τῇ Ἀφροδίτῃ D.S.4.83, ἐδογμάτισεν ὁ σύγκλητος ... ὅπως ... I.<i>AI</i> 14.249, en v. pas. ἐδογματίσθη πάντας ἀποκτεῖναι LXX <i>Da</i>.2.13, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.20.4, τὰ περὶ συμμαχίας δογματισθέντα <i>IG</i> 12(3).173.53 (Astipalea II a.C.), cf. <i>INap</i>.43.13 (I a./d.C.), c. ac. ὅσα τε ὑπὲρ τούτου τοῦ πράγματος ἡ σύγκλητος δογματίσῃ <i>FD</i> 4.37B.16 (II/I a.C.), en v. pas. ἀπὸ πόρων τῶν δογματισθέντων ὑπὸ τῶν ἀρχόντων <i>SEG</i> 6.810.9 (Pafos III d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. dos ac. Πάρις ... οὐ σὲ καλήν, ἀλλ' ἔμ' ἐδογμάτισεν Paris decretó que tú no eres la bella, sino yo (habla Afrodita)</i> <i>AP</i> 9.576 (Nicarch.).<br /><b class="num">III</b> en lit. crist. [[afirmar, manifestar doctrinalmente]] según la Escritura κόκκῳ ... σινάπεως ἐοικέναι τὸν λόγον ὁ Κύριος ἐδογμάτισεν el Señor dijo que la palabra se parecía a un grano de mostaza</i>, <i>Const.App</i>.3.5.5, cf. Gr.Naz.M.36.444A, Aug.<i>C.Faust</i>.11.1<br /><b class="num">•</b>según concilios o sínodos [[afirmar como dogma]] ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δογματίζομεν ref. Cristo, Gr.Naz.<i>Ep</i>.101.13, cf. <i>CCarth</i>.(256) <i>Act</i>.1.161A, Marcian.Imp.<i>Ep.Nic</i>.2 (p.30), Chrys.M.61.163, ἀσώματον αὐτὸν δογματίσαι τὸν θεόν Socr.<i>HE</i> 6.7.4, en v. pas. τοῖς ἐν συνοδικῷ γράμματι κανονικῶς δεδογματισμένοις en concilios eclesiásticos, Basil.<i>Ep</i>.92.3, cf. <i>CEph</i>.(449) <i>Act</i>.864<br /><b class="num">•</b>peyor. [[dogmatizar]] dicho de antagonistas doctrinales, herejes αὐτοὺς δὲ μὴ διὰ πράξεως ... σωθήσεσθαι δογματίζουσιν Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.6.2, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.15.89, <i>Hom.Clem</i>.3.3, Eus.<i>E.Th</i>.1.7, δύο δὲ φύσεις ... δογματίζουσι τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ Paul.Sam.<i>Fr</i>. en Pamph.Mon.<i>Solut</i>.12.195, cf. Eust.Mon.<i>Ep</i>.6, en v. pas. τί ὡς ζῶντες ἐν κόσμῳ δογματίζεσθε; ¿por qué dejáis que os dogmaticen como si estuviérais vivos?</i>, <i>Ep.Col</i>.2.21. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[δόγμα]]; to [[prescribe]] by [[statute]], i.e. (reflexively) to [[submit]] to, ceremonially [[rule]]: be [[subject]] to ordinances. | |||
}} | }} |