Anonymous

νεωτερικός: Difference between revisions

From LSJ
strοng
(6_10)
(strοng)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωτερικός''': -ή, -όν, = [[νεανικός]], νεωτερικοὶ ζῆλοι Πολύβ. 10. 24, 7. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Δίων 4.
|lstext='''νεωτερικός''': -ή, -όν, = [[νεανικός]], νεωτερικοὶ ζῆλοι Πολύβ. 10. 24, 7. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Δίων 4.
}}
{{StrongGR
|strgr=from the [[comparative]] of [[νέος]]; appertaining to younger persons, i.e. [[juvenile]]: [[youthful]].
}}
}}