Anonymous

λέντιον: Difference between revisions

From LSJ
strοng
(6_22)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λέντιον''': τό, τὸ Λατ. linteum, [[ὀθόνη]] λινοῦ, [[ὕφασμα]], [[μάκτρον]], «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, [[λίντεον]]· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. [[ὑπηρέτης]] ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.
|lstext='''λέντιον''': τό, τὸ Λατ. linteum, [[ὀθόνη]] λινοῦ, [[ὕφασμα]], [[μάκτρον]], «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, [[λίντεον]]· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. [[ὑπηρέτης]] ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.
}}
{{StrongGR
|strgr=of Latin [[origin]]; a "[[linen]]" [[cloth]], i.e. [[apron]]: [[towel]].
}}
}}