Anonymous

συνοικία: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(11)
 
(CSV import)
 
(37 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synoikia
|Transliteration C=synoikia
|Beta Code=sunoiki/a
|Beta Code=sunoiki/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συνοίκησις]], δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν will accept her offer of <b class="b2">living with her</b>, ib.<span class="bibl">916</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a body of people living together, settlement, community</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>267</span>; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>369c</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>679b</span>; φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι <span class="bibl">Philem.65.5</span>; ἀψευδήων ἂν τὰν συϝοικίαν τοῖς Ἐρχομινίοις <span class="title">IG</span>5(2).343.39, cf. 58 (Orchom. Arc., iv B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">house in which several families live, tenement-house</b>, <span class="bibl">Th.3.74</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span> 273</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ath.</span>1.17</span>, <span class="bibl">Is.5.27</span>, <span class="bibl">6.21</span>, <span class="bibl">D.36.6</span>, <span class="bibl">45.28</span>, <span class="title">OGI</span>326.21 (Teos); ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν <span class="bibl">Aeschin.1.124</span>; ἓν στόμ' ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης <span class="bibl">Herod.3.47</span>; <b class="b2">lodging-house</b>, PPetr.3p.186 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1573.25</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">store-room</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1001</span> (cf. Sch. ad loc.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> perh. <b class="b2">village, hamlet</b>, <span class="bibl">Plb.16.11.1</span> (pl.), Plu.2.280e.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[συνοίκησις]], δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν will accept her offer of [[living with her]], ib.916 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[a body of people living together]], [[settlement]], [[community]], Id.''Supp.''267; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 369c, cf.''Lg.''679b; φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι Philem.65.5; ἀψευδήων ἂν τὰν συϝοικίαν τοῖς Ἐρχομινίοις ''IG''5(2).343.39, cf. 58 (Orchom. Arc., iv B.C.).<br><span class="bld">III</span> [[house in which several families live]], [[tenement-house]], Th.3.74, Ar.''Th.'' 273, X.''Ath.''1.17, Is.5.27, 6.21, D.36.6, 45.28, ''OGI''326.21 (Teos); ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν Aeschin.1.124; ἓν στόμ' ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης Herod.3.47; [[lodging-house]], PPetr.3p.186 (iii B.C.), ''BGU''1573.25 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[store-room]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1001 (cf. Sch. ad loc.).<br><span class="bld">3</span> perhaps [[village]], [[hamlet]], Plb.16.11.1 (pl.), Plu.2.280e.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[habitation]] <i>ou</i> vie en commun;<br /><b>2</b> [[maison où demeurent plusieurs familles]];<br /><b>3</b> [[magasin]].<br />'''Étymologie:''' [[σύνοικος]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνοικία -ας, ἡ, Att. ook [[ξυνοικία]] [σύνοικος] [[het samenwonen]]:. δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν ik zal samenwonen met Pallas accepteren Aeschl. Eum. 916; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα aan die vorm van samenleven hebben we de naam ‘polis' gegeven Plat. Resp. 369c. verzameling huurwoningen, ‘woon-’ of ‘huurkazerne’, ‘flatgebouw’:. τὰς οἰκίας... καὶ τὰς ξυνοικίας de huizen en de flats Thuc. 3.74.2; ἐμοὶ δ’ ὑπερῷον καὶ ξυνοικία δύο en ik heb een zolder en twee flatgebouwen (vol met orakels) Aristoph. Eq. 1001.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, att. [[ξυνοικία]], <i>das [[Zusammenwohnen]], die [[Wohnungsgemeinschaft]]</i>; [[δέξομαι]] Παλλάδος ξυνοικίαν, Aesch. <i>Eum</i>. 876, vgl. <i>Suppl</i>. 264; <i>[[Wohnhaus]], Ort, wo Mehrere [[zusammenwohnen]]</i>, Aesch. 1.124, [[ὅπου]] πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσιν; vgl. ἐμπιπρᾶσι τὰς οἰκίας τὰς ἐν κύκλῳ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας, Thuc. 3.74; Isae. 2.27; Dem. 36.6, 34; auch <i>[[Nebenhaus]]</i>, Aesch. 1.105; ἐμοὶ δὲ [[ὑπερῷον]] καὶ [[ξυνοικία]] [[δύο]], Ar. <i>Eq</i>. 996, wo der Schol. erkl. αἱ μικραὶ οἰκίαι καὶ ἀποστάσεις ἢ οὓς νῦν φανόπτας [[φαμέν]]; überhaupt <i>[[Wohnung]], Th</i>. 273. – Allgemeiner, [[ταύτῃ]] τῇ ξυνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν [[ὄνομα]], Plat. <i>Rep</i>. II.369c; <i>Legg</i>. III.679b und [[öfter]]; <i>[[Landhäuser]]</i>, αἱ κατὰ τὴν χώραν συνοικίαι, Pol. 16.11.1; συνοικίας ὅλας ἐπρίαντο, Luc. <i>[[Fugit]]</i>. 20.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοικία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[совместная жизнь]]: ξυνοικίαν τινὸς δέχεσθαι Aesch. соглашаться обитать вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[поселение]], [[община]], [[общество]], Plat.: αἱ κατὰ τὴν χώραν συνοικίαι Polyb. сельские поселения, деревни;<br /><b class="num">3</b> [[жилище]], [[дом]] Luc.;<br /><b class="num">4</b> [[дом с наемными квартирами]] Thuc., Xen., Isae., Aeschin.;<br /><b class="num">5</b> pl. [[соседние местности]], [[окрестности]] Plut.;<br /><b class="num">6</b> [[пристройка]] Arph., Aeschin.;<br /><b class="num">7</b> [[соседний дом]] (αἱ οἰκίαι καὶ ξυνοικίαι Thuc.).
}}
{{ls
|lstext='''συνοικία''': ἡ, = [[συνοίκησις]], Παλλάδος δέξομαι ξυνοικίαν, θὰ δεχθῶ τὴν πρότασίν της νὰ συνοικήσω μετ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 916. ΙΙ. [[ἄθροισμα]] ἀνθρώπων [[ὁμοῦ]] κατοικούντων, [[κοινότης]], [[πόλισμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 267· [[ταύτῃ]] τῇ ξυνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν [[ὄνομα]] Πλάτ. Πολ. 369C, πρβλ. Νόμ. 679Β· [[ἀργύριον]]... τοῦτ’ ἐὰν ἔχῃς... πάντα σοι γενήσεται, φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι Φιλήμ. ἐν «Πτερυγίῳ» 1. ΙΙΙ. [[οἰκία]], ἐν ᾗ πολλαὶ [[ὁμοῦ]] οἰκογένειαι συζῶσιν· [[οἰκία]] διῃρημένη εἰς διαμερίσματα ἢ πατώματα, ὡς τὸ Λατ. insula, ἀντίθετον τῷ [[οἰκία]] ([[οἴκημα]] ὑπὸ μιᾶς μόνης οἰκογενείας κατεχόμενον), Θουκ. 3. 74. Ξενοφ. Ἀθην. 1. 17, Ἰσαῖ. 53. 30., 58. 21, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 273· [[ὅπου]] πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσιν, συνοικίαν καλοῦσιν Αἰσχίν. 17. 29· ― ἐν Ἀθήναις πολλοὶ [[χάριν]] κέρδους ᾠκοδόμουν τοιαύτας συνοικίας πρὸς μίσθωσιν, τὸ πλεῖστον εἰς ξένους ἢ εἰς τοὺς μετοίκους, Δημ. 946. 6., 1110. 12· πρβλ. Böckh P. E. 1. 90, Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) παρακείμενον [[οἴκημα]], [[δωμάτιον]] παρὰ τὴν οἰκίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001 (ἂν μὴ καὶ [[ἐνταῦθα]] θεωρηθῇ ὡς μεμισθωμένον [[δωμάτιον]]), ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ. 3) [[καθόλου]], [[συνοικία]] ὡς καὶ νῦν, Τουρκ. «μαχαλᾶς», Πλούτ. 2. 280Ε, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., [[χωρίον]] ὡς ἀποτελούμενον ἐκ πολλῶν πτωχῶν οἰκίσκων συνηνωμένων εἰς ἕν, Πολύβ. 16. 11. 1.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[συFοικία]] και αττ. τ. ξυνοικία Α [[σύνοικος]]<br />[[τμήμα]] πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη [[ονομασία]], αλλ. [[γειτονιά]], κν. [[μαχαλάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοίκηση]]<br /><b>2.</b> [[άθροισμα]] ανθρώπων που κατοικούν [[μαζί]], [[κοινότητα]]<br /><b>3.</b> [[οικία]] διαιρεμένη σε διαμερίσματα ή ορόφους και στην οποία ζουν πολλές οικογένειες [[μαζί]] («[[ὅπου]] πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[αποθήκη]], [[κελλάρι]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συνοικίαι</i><br />[[κοινότητα]], [[χωριό]] που προκύπτει από την [[συνένωση]] πολλών φτωχόσπιτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνοικία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[συνοίκησις]], [[συγκατοίκηση]]· Παλλάδος [[δέξομαι]] ξυνοικίαν, να αποδεχθώ την [[πρόσκληση]] να συγκατοικήσω μαζί της, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όμιλος ανθρώπων που ζουν μαζί, [[αποικία]], [[κοινότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[σπίτι]] στο οποίο ζουν πολλές οικογένειες μαζί, [[σπίτι]] που είναι διαιρεμένο σε διαμερίσματα, Λατ. [[insula]], αντίθ. προς το [[οἰκία]] ([[σπίτι]] που κατοικείται από [[μία]] μόνο [[οικογένεια]], [[μονοκατοικία]]), σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> παρακείμενο [[οίκημα]], [[παράσπιτο]], [[παροικία]], εξοχικό [[σπίτι]], [[δωμάτιο]] που βρισκόταν έξω από το [[κυρίως]] [[σπίτι]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνοικία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[συνοίκησις]], Παλλάδος [[δέξομαι]] ξυνοικίαν [[will]] [[accept]] the [[offer]] of [[living]] with her, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a [[body]] of [[people]] [[living]] [[together]], a [[settlement]], [[community]], Plat.<br /><b class="num">III.</b> a [[house]] in [[which]] [[several]] families [[live]], a [[house]] divided [[into]] flats, Lat. [[insula]], opp. to [[οἰκία]] (a [[dwelling]] [[occupied]] by one [[family]]), Thuc., Xen., etc.<br /><b class="num">2.</b> a [[back]]-[[room]], outhouse, Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[house let out into tenements]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό συνοικῶ → σύν + οἰκῶ, ἀπό τό [[οἶκος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[domus meritoria]], [[in qua plures una habitant]]'', [[lodging house]], [[where many live together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.74.2/ 3.74.2].
}}
}}