Anonymous

σκίουρος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(6_14)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκίουρος''': ὁ, (οὐρὰ) [[κυρίως]] ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ [[ζῷον]] ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ [[καμψίουρος]], [[ἵππουρος]]. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ.
|lstext='''σκίουρος''': ὁ, (οὐρὰ) [[κυρίως]] ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ [[ζῷον]] ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ [[καμψίουρος]], [[ἵππουρος]]. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ.
}}
{{Gaffiot
|gf=<b>scĭūrus</b>, ī, m. ([[σκίουρος]]), écureuil : Plin. 8, 138.
}}
}}