3,274,313
edits
(6_14) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκίουρος''': ὁ, (οὐρὰ) [[κυρίως]] ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ [[ζῷον]] ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ [[καμψίουρος]], [[ἵππουρος]]. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ. | |lstext='''σκίουρος''': ὁ, (οὐρὰ) [[κυρίως]] ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ [[ζῷον]] ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ [[καμψίουρος]], [[ἵππουρος]]. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{Gaffiot | |||
|gf=<b>scĭūrus</b>, ī, m. ([[σκίουρος]]), écureuil : Plin. 8, 138. | |||
}} | }} |