Anonymous

ψίθυρος: Difference between revisions

From LSJ
1,231 bytes added ,  29 September 2017
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui chuchote ; <i>en mauv. part</i> qui médit à voix basse, médisant.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. fragile.
|btext=α, ον :<br />qui chuchote ; <i>en mauv. part</i> qui médit à voix basse, médisant.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. fragile.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ψίθυρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιγανή, συγκεχυμένη [[ομιλία]], [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο [[ψίθυρος]] τών φύλλων»)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψιθυρίζει<br /><b>2.</b> (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα<br /><b>3.</b> [[συκοφαντικός]] («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾱσιν [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ψίθυρος]]<br />[[ψιθυριστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψιθύρως]] Α<br />συκοφαντικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[ψιθυρίζω]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>psithyrus</i>].
}}
}}