Anonymous

ψήκτρα: Difference between revisions

From LSJ
1,158 bytes added ,  29 September 2017
47c
mNo edit summary
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />étrille pour les chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />étrille pour les chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψήκτρια]] και ψηκτρία και [[ψηκτρίς]], -[[ίδος]], Α<br />[[εργαλείο]] απόξεσης ή καθαρισμού, [[ιδίως]] του τριχώματος τών αλόγων, [[ξυστρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] από ισομήκεις [[τρίχες]], ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή [[στίλβωση]], [[βούρτσα]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[αγώγιμο]] [[σώμα]], [[κατά]] κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα [[επαφή]] την ηλεκτρική [[σύνδεση]] [[μεταξύ]] κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> / -<i>τρια</i> / -[[τρίς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψύκ</i>-<i>τρα</i>, <i>δέκ</i>-<i>τρια</i>, <i>ὀρυκ</i>-[[τρίς]])].
}}
}}