Anonymous

ὠκύπους: Difference between revisions

From LSJ
47c
(SL_2)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὠκῠπους</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] footed ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.
|sltr=<b>ὠκῠπους</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] footed ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-[[πους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>ocypode</i>].
}}
}}