3,252,025
edits
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]]. | |btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χωρίτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, [[αγροτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χωριτικὸς ἀνὴρ» — [[χωρικός]] <b>(Αιλ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωριτικῶς</i> Α<br />όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς. | |||
}} | }} |