Anonymous

ψαυκροπόδης: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_19)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψαυκροπόδης''': -ου, ὁ, καὶ ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ταχὺς τοὺς πόδας, ἐπίθ. τοῦ ἵππου Ἀρίονος καὶ τῶν Σατύρων, Ἐτυμ. Μέγ. 817. 45.
|lstext='''ψαυκροπόδης''': -ου, ὁ, καὶ ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ταχὺς τοὺς πόδας, ἐπίθ. τοῦ ἵππου Ἀρίονος καὶ τῶν Σατύρων, Ἐτυμ. Μέγ. 817. 45.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, -ουν, Α<br /><b>1.</b> γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ψαυκρόποδα<br />κουφόποδα, ἄκροις τοῑς ποσὶ ψαύοντα»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαυκρός]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> / -[[πους]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκιρτο</i>-<i>πόδης</i>)].
}}
}}