Anonymous

ὠστός: Difference between revisions

From LSJ
400 bytes added ,  29 September 2017
47c
(6_11)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὠθέω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
|lstext='''ὠστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὠθέω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ωθήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ωσ</i>- του μέλλ. <i>ὤσω</i> του ρ. <i>ὠθῶ</i>, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -<i>ωστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄπ</i>-<i>ωστος</i>)].
}}
}}