Anonymous

χρωματισμός: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_15)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρωμᾰτισμός''': ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς [[χρῶμα]], [[ἀπάτη]], Εὐμάθ. σ. 158.
|lstext='''χρωμᾰτισμός''': ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς [[χρῶμα]], [[ἀπάτη]], Εὐμάθ. σ. 158.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ [[χρωματίζω]]<br />[[χρωμάτισμα]], [[βάψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ιδιάζουσα [[παραλλαγή]] του χρώματος, [[απόχρωση]], [[χροιά]] («ο [[νέος]] [[χρωματισμός]] της αίθουσας»)<br /><b>2.</b> (στον λόγο και στη [[μουσική]]) το [[χρώμα]], τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η [[διάνθιση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> επίπλαστο [[χρώμα]], [[απάτη]].
}}
}}