3,274,919
edits
(6_14) |
(47c) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρώζω''': μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ [[καθόλου]], [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]], γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … [[χρῶμα]] χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - [[ἐντεῦθεν]], 2) [[χρωματίζω]], ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, [[μιαίνω]], αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., [[μάτην]] κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497. | |lstext='''χρώζω''': μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ [[καθόλου]], [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]], γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … [[χρῶμα]] χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - [[ἐντεῦθεν]], 2) [[χρωματίζω]], ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, [[μιαίνω]], αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., [[μάτην]] κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και [[χροΐζω]] και ποιητ. τ. [[χροιίζω]] Α [[χρόα]] / [[χροιά]]<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>2.</b> [[χρωματίζω]], [[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε μια [[επιφάνεια]] (α. «λευκὸν ἢ [[μέλαν]] ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χρώμα]] για να επαλείψω μια [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]]. | |||
}} | }} |