Anonymous

χυλώδης: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_8)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῡλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[χυλοειδής]], Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ [[χυμός]], ὁ [[ὀπός]], Διοσκ. 3. 22.
|lstext='''χῡλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[χυλοειδής]], Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ [[χυμός]], ὁ [[ὀπός]], Διοσκ. 3. 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χυλός]]<br />όμοιος με χυλό, [[πολτώδης]] (α. «χυλώδες [[παρασκεύασμα]]» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χυλῶδες</i><br />ο [[χυμός]], ο [[οπός]].
}}
}}