Anonymous

ἄκαστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4000)
 
(2)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/kastos
|Beta Code=a)/kastos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σφένδαμνος]], Hsch.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σφένδαμνος]], Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄκαστος]], ο (Α)<br />«ἡ [[σφένδαμνος]]» (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρείται ότι προέρχεται από αρχικό τ. <i>ἄκαρ</i>-<i>στος</i> από [[ρίζα]] <i>ακ</i>-(«[[αιχμηρός]]» <b>κ.λπ.</b>) και [[είναι]] [[συγγενής]] ως [[προς]] την [[προέλευση]] με τις λ. [[ἄκαρνα]], λατ. <i>acer</i>, -<i>eris</i> και το γερμ. <i>Ahorn</i> «[[σφένδαμνος]]». Ως [[προς]] το [[τέρμα]] η λ. σχηματίζεται αναλογικά [[προς]] άλλα ονόματα [[φυτών]] που λήγουν σε -<i>στος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[πλατάνιστος]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
}}