3,277,121
edits
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όνος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. ἀκρέμων <i>Phys</i>.A 57.2, Opp.<i>C</i>.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων<br /><b class="num">1</b> [[ramo]], [[retoño]], [[vástago]] φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.<i>Cyc</i>.455, cf. Thphr.<i>HP</i> 1.1.9, Theoc.16.96, <i>Ep</i>.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε ([[Βάκχος]]) Nonn.<i>D</i>.36.309<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί <i>Phys</i>.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[persona destacada]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.68.1.8. | |dgtxt=-όνος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. ἀκρέμων <i>Phys</i>.A 57.2, Opp.<i>C</i>.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων<br /><b class="num">1</b> [[ramo]], [[retoño]], [[vástago]] φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.<i>Cyc</i>.455, cf. Thphr.<i>HP</i> 1.1.9, Theoc.16.96, <i>Ep</i>.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε ([[Βάκχος]]) Nonn.<i>D</i>.36.309<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί <i>Phys</i>.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[persona destacada]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.68.1.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και [[ἀκρέμων]])<br /><b>μσν.</b><br />(για πρόσωπα) [[φύλακας]], [[φρουρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακρίτης]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλαδί]] δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά<br /><b>2.</b> η [[άκρη]] του κλαδιού, [[κλωνάρι]], [[βλαστάρι]]<br /><b>3.</b> (γενικότερα) το [[άκρο]]<br />«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)<br /><b>4.</b> <b>(μτφρ.)</b> «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από τη βοτανική [[ορολογία]] και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο [[κλαδί]]» σε [[αντίθεση]] με τη λ. [[κλάδος]], που σήμαινε γενικά «το [[κλαδί]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με [[ρίζα]] <i>ak</i>, και προήλθε [[πιθανώς]] αναλογικά [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ἀγρεμών]]. Από τον ίδιο [[τόπο]], με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το ρ. [[κρεμάννυμι]], αποσπάστηκε η λ. [[κρεμών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρεμονικός]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | |||
}} | }} |