conference
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. σύνοδος, ἡ, λόγοι, οἱ.
when I met Polynices in conference: V. ὡς ἐς λόγους συνῆψα Πολυνείκει μολών (Euripides Phoenissae 702).