conference
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. σύνοδος, ἡ, λόγοι, οἱ.
when I met Polynices in conference: V. ὡς ἐς λόγους συνῆψα Πολυνείκει μολών (Euripides Phoenissae 702).
P. and V. σύνοδος, ἡ, λόγοι, οἱ.
when I met Polynices in conference: V. ὡς ἐς λόγους συνῆψα Πολυνείκει μολών (Euripides Phoenissae 702).