díctamo
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
Spanish > Greek
βαίτιον, βελουλκός, γλήχων ἀγρία, δίκταμνον, δίκταμον, δίψακος, δικταμνοειδής, δορκάδιον, ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον, ἀγριοφλισκούνι, ἀρτεμίδιον, ἀρτεμιδήιον, ἐλαιοτόκος