enigmática
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Spanish > Greek
αἰνιγματώδης, γριφοειδής, αἰνιγματική, γριφώδης, ἀπόκρυφη, αἰνιγματοειδής
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
αἰνιγματώδης, γριφοειδής, αἰνιγματική, γριφώδης, ἀπόκρυφη, αἰνιγματοειδής