implant
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἐντιθέναι (τί τινι), ἐντίκτειν (τί τινι), ἐμβάλλειν (τί τινι), P. ἐμφυτεύειν (τι), ἐμποιεῖν (τινί τι), παριστάναι (τί τινι), V. ἐνορνύναι (τινί τι).
implanted: use adj., P. and V. ἔμφυτος.
be implanted, v.: P. and V. ἐμφύεσθαι.
so deeply is love of life implanted in men: V. οὕτως ἔρως βροτοῖσιν ἔγκειται βίου (Euripides, Fragment).