political
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
political act: P. πολίτευμα, τό, τὰ πεπολιτευμένα.
enter political life: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχομαι, πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).
political act: P. πολίτευμα, τό, τὰ πεπολιτευμένα.
enter political life: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχομαι, πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).