remind
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀναμιμνήσκειν (τινά τι or τινά τινος). P. ὑπομιμνήσκειν (τινά τι).
remind again: P. ἐπαναμιμνήσκειν (τινά τι).