stimulation
English > Greek (Woodhouse)
substantive
encouragement: P. παρακέλευσις, ἡ, παράκλησις, ἡ, V. παρακέλευσμα, τό.
stirring up: V. ἀνακίνησις, ἡ.
encouragement: P. παρακέλευσις, ἡ, παράκλησις, ἡ, V. παρακέλευσμα, τό.
stirring up: V. ἀνακίνησις, ἡ.