taimado
From LSJ
Menander, fragment 761
Spanish > Greek
αἱμύλος, ἀγκύλος, δολιόμητις, δολιομήτης, ἀγκυλόμητις, δολιόγνωμος, δολόφρων, ἀγκυλομήτης, δυσυπονόητος, γλιχός, δολιογνώμων
αἱμύλος, ἀγκύλος, δολιόμητις, δολιομήτης, ἀγκυλόμητις, δολιόγνωμος, δολόφρων, ἀγκυλομήτης, δυσυπονόητος, γλιχός, δολιογνώμων