Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Met., ornament: P. and V. κόσμος, ὁ,
show: P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό.
showy: use P. and V. εὐπρεπής.