Δάματερ

Greek (Liddell-Scott)

Δάμᾱτερ: Δωρ. κλητ. τοῦ Δημήτηρ, ἀναφώνησις ἐκπλήξεως.

Greek Monotonic

Δάμᾱτερ: Δωρ. κλητ. του Δημήτηρ.