Διοπολίτης
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Spanish (DGE)
Διοσπολίτης, -ου, ὁ
• Alolema(s): Διοπολίτης IPh.59.4 (I a.C.), Ptol.Geog.4.5.31
Diopolita
I ét.
1 de las diversas ciudad llamadas Dióspolis Man.Hist.2.3b (p.32), 4.11, Porph.VP 7, Soz.HE 2.20.2, St.Byz.s.u. Διόσπολις
•del nomo Diopolita o Diospolita (v. II) PLond.882.11 (II a.C.), PMeyer 20.13 (III d.C.).
2 medic., cierto medicamento consistente en cominos molidos y macerados en vinagre, pimienta, ruda y bicarbonato, Alex.Trall.1.343.7, 407.26, Aët.8.34, Paul.Aeg.3.9.3, tb. c. jengibre y miel, Paul.Aeg.7.11.32, cf. Διοσπολιτικός.
II ὁ Διοσπολίτης (sc. νομός) nomo de Egipto cuya capital era Dióspolis Parva Plin.HN 5.49, POxy.1255.2 (III d.C.), tb. llamado ὁ μικρὸς Διοσπολίτης IPh.l.c., SEG 30.1720 (Abido), Διοσπολίτης μικρὸς ἄνω τόπων Ptol.Geog.4.5.31, Διοσπολίτης Θηβαίδος POxy.708.15 (II d.C.), Διοσπολίτης κάτω POxy.2415.58, Theb.Ostr.132.6 (ambos III d.C.), Διοσπολίτης περὶ Χηνοβόσκιον PAnt.32.1, ue.1 (IV d.C.), cf. St.Byz.s.u. Χηνοβοσκία.