Ενυώ

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

Ένυώ, η (Α)
1. θεά του πολέμου
2. σύντροφος του Άρη («ἧρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης και πότνι' Ἐνυώ», Ομ. Ιλ.)
3. μία από τις Γραίες, τις θυγατέρες του Φόρκυος και της Κητώς
4. η θεά τών Ρωμαίων Bellona.