Θυάς
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
Greek (Liddell-Scott)
Θυάς: -άδος, (καὶ Θυιὰς), ἡ, (θύω) «Θυάδες αἱ Βάκχαι παρὰ τὸ θύω τὸ ὁρμῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι Θυιάδες» Ἐτυμ. Μ. 457, 19, πρβλ. θυιάς.