Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
ό, θηλ. Ισραηλίτις και Ισραηλίτισσα (ΑΜ Ἰσραηλίτης, θηλ. Ἰσραηλῖτις) Ισραήλ
άτομο που ανήκει στον λαό του Ισραήλ, ο Ιουδαίος, ο Εβραίος.