Καβειρώ

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

Καβειρώ, ἡ (Α) Κάβειροι
η μητέρα τών Καβείρων.