Κουροτρόπος

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

Κουροτρόπος, ὁ (Α)
επιγρ. ονομασία ενός μήνα στην Ακαρνανία.