Κροίσειος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de Crésus.
Étymologie: Κροῖσος.

Russian (Dvoretsky)

Κροίσειος: adj. m крезов(ский) (στατῆρες Plut.).