Κρῆται

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

French (Bailly abrégé)

άων (αἱ) :
c. Κρήτη.

Russian (Dvoretsky)

Κρῆται: άων αἱ Hom. = Κρήτη.