Κυθηριάς

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Russian (Dvoretsky)

Κῠθηριάς: άδος (ᾰδ) ἡ Anth. = Κυθέρεια.