Κυθέρεια
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, Cythereia, surname of Aphrodite, Od.8.288, 18.193, from the city Κύθηρα in Crete, or from the island Κύθηρα; Κυπρογενὴς K.h.Hom.10.1; K. Ἀφροδίτη Musae.38 (s.v.l.):—also Κῠθήρη, Anacreont. 14.11; Κῠθείρη v.l. in Opp.C.1.39; Κῠθέρη, AP6.209 (Antip. Thess.), Epigr. ap. Luc.Symp.41; Κῠθηριάς, άδος, AP6.190 (Gaet.), 206 (Antip. Sid.); Κῠθερηϊάς, Man.4.359.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
la déesse de Cythère (Aphrodite).
Étymologie: Κύθηρα.
Russian (Dvoretsky)
Κῠθέρεια: эп.-ион. Κυθερείη, эол. Κυθέρηα adj. f Киферийская или Киферская (эпитет Афродиты) Hom., HH, Sappho.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠθέρεια: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 288, Σ. 193, ἐκ τῆς ἐν Κρήτῃ πόλεως Κύθηρα, ἢ ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς νήσου Κύθηρα· προσέτι Κυπρογενὴς Κυθέρεια, Ὁμ. Ὕμν. 9. 1· Κυθέρεια Ἀφροδίτη Μουσαῖ. 37· ― ὡσαύτως Κυθήρη, Ἀνακρεόντ.· Κυθείρη, Ὀππ., κλ.· Κυθέρη, Ἀνθ. Π. 6. 209, Ἐπιγρ. ἐν Λουκ. Συμπ. 41· Κυθηριάς, -άδος, Ἀνθ. Π. 6. 190, 206· Κυθερηιάς, Μανέθων 4. 359. Πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 606.
English (Autenrieth)
Cytherēa, epithet of Aphrodite, from the island of Cythēra.
Spanish
Greek Monolingual
Κυθέρεια και Κυθείρη και Κυθήρη και Κυθέρη και Κυθηριάς, ιων. τ. Κυθερηϊάς, ἡ (Α)
προσωνυμία της θεάς Αφροδίτης («ἰσχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύθηρα, με βράχυνση του -η- (> -ε-) για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
Κῠθέρεια: ἡ, Κυθέρεια, επώνυμο της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης Κυθέρη και Κυθηριάς, -άδος, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: `surname of Aphrodite (Od.); from the island (τὰ) Κύθηρα with shortening of the η (because of the metre, v. Wilamowitz Glaube 1, 95 n. 9, after εὑπατέρεια a. o.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not with Güntert Kalypso 187 f. after antique grammarians to κεύθω. The name of the island was no doubt Pre-Greek.
Middle Liddell
Κῠθέρεια, ἡ,
Cythereia, surname of Aphrodite, Od.:— also Κυθέρη, and Κυθηριάς, άδος, Anth. [from Κῠ́θηρα]
Frisk Etymology German
Κυθέρεια: {Kuthéreia}
Grammar: f.
Meaning: Beiname der Aphrodite (Od.); von der Insel (τὰ) Κύθηρα mit Kürzung des η wegen des Verses (v. Wilamowitz Glaube 1, 95 A. 9) nach εὐπατέρεια u. a.
Etymology: Nicht mit Güntert Kalypso 187 f. nach antiken Grammatikern zu κεύθω.
Page 2,43
Léxico de magia
ἡ Citerea epít. de Afrodita ἀφρογενὴς Κ., θεῶν γενέτειρα καὶ ἀνδρῶν nacida de la espuma, Citerea, madre de dioses y hombres P IV 2915